πνευμονοκύστωση

πνευμονοκύστωση
η, Ν
ιατρ. παρασιτική νόσος η οποία εκδηλώνεται ως σοβαρή πνευμονοπάθεια που καταλήγει στον θάνατο τού ασθενούς σε ὁλες σχεδόν τις περιπτώσεις και εμφανίζεται συχνότατα στα άτομα που παρουσιάζουν ανοσοκαταστολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumonocystose (< πνεύμων, -ονος + κύστωση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πνευμονοκύστη — η, Ν (μκρβλ.) γένος πρωτοζώων, με αντιπροσωπευτικό είδος το Pneumocystis carinii, που προκαλεί την πνευμονοκύστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumocystis (< πνεύμων, ονος + κύστη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”